- κλυστηρίδιον
- κλυστηρίδιον, τὸ (Α)μικρός κλυστήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. βο-ΐδιον, παιγν-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλυστηριδίου — κλυστηρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυστηριδίων — κλυστηρίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυστήρι — το (AM κλυστήριον) (νεοελλ. μσν.) 1. κλυστήρας* 2. κλύσμα* αρχ. κλυστηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. ι(ον), πρβλ. ποτήρ ι(ον), ποτιστήρ ι(ον)] … Dictionary of Greek